|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγγελοβλέπω? — — οδοντοσφράγιση — παραλίμνιος — μικροβιολοσία — αυτοκατηγορούμαι — μαυραγορά — προγονικός — ξυλοπερήφανος — αργάτισσα — λημεριάζω — προανάφλεξη — αζόριστος — τσιμπιέμαι — γλοκολαλώ — ακουβάριαστος — έδωκα — παριτέ — οικοδομή — τετράπραχτος — ασύμφορος — μάϊνα — ακατάτακτος |
|||