|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλωδιακός? — — εργολαβικός — βαμβακόπιτα — αψικορία — μαντρωμένος — πλινθοποιός — καραγκούναρος — αστράτευτος — πικρόγλυκος — γλυκόπιοτος — κακοανατεθραμμένος — γυρεψούλης — οίκοθεν — τυποτηλεγραφία — αποπτιλώνω — τσούρμα — κουζουλάδα — δευτεραγωνίστρια — μαραγκούδικος — επηνέχθην — συναρμολόγηση — συγχώριο |
|||