|
η градуировка (результат) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово градуировка? — βαθμονομία как с (ново)греческого переводится слово βαθμονομία? — градуировка — αττικίζω — ανταπεργώ — σινιόρ — κορυφαίος — φωτόλουτρο — μύηση — μυστρί — μικροεπαγγελματίας — τετρακινητήριος — επώνυμο — βαττάρισμα — δεντρώνας — αδιατήρητος — ευχαριστία — πυκνοφούντωτος — σουτιέν — υπέρλευκος — αρβυλο — ευποίητος — χαλκιάς — υδροβιότοπος |
|||