Новогреческий словарь
βαθμονομία
βαθμονομία
η
градуировка
(результат)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
градуировка
? —
βαθμονομία
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαθμονομία
? — градуировка
#
(ново)греческий словарь
—
θεμιτός
—
αποθαλασσιά
—
φοριέμαι
—
καταχθόνιος
—
τρίψιμο
—
πήγμα
—
ανάθεμα
—
αρχιεπιστάτης
—
πιά
—
αναδειγμένος
—
ανοισχυντία
—
κρατάω
—
ανθεκτικότητα
—
διαλεκτολογία
—
διαχείριση
—
απροθυμοποίητος
—
χνοασμός
—
δυσμεταχείριστος
—
υγειονομικός
—
αλήθεμα
—
αγγελιοφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве