βαθμονομία

формы словаβ
βαθμονομία
η градуировка (результат)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово градуировка? — βαθμονομία
как с (ново)греческого переводится слово βαθμονομία? — градуировка


αττικίζωανταπεργώσινιόρκορυφαίοςφωτόλουτρομύησημυστρίμικροεπαγγελματίαςτετρακινητήριοςεπώνυμοβαττάρισμαδεντρώναςαδιατήρητοςευχαριστίαπυκνοφούντωτοςσουτιένυπέρλευκοςαρβυλοευποίητοςχαλκιάςυδροβιότοπος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit