|
το 1) проклятие; 2) мн.ч. позывы к рвоте (у беременной) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проклятие? — κακοψύχι как на (ново)греческом будет слово позывы к рвоте? — κακοψύχι как с (ново)греческого переводится слово κακοψύχι? — проклятие, позывы к рвоте — αρτηρίτιδα — αγαλματολατρεία — φαρμακοκινητικά — λιχνεύομαι — ηλιακός — μπαχαρικό — βαθρακολαίμης — αχάραχτος — μοσχοθυμίαμα — χοληστερόλη — ψαλιδισμός — απηχώ — καρδιοδυναμική — αποκαρδιωτικά — ελεγκτέος — προκαλύπτω — τροχάω — ήρως — ανακατάκτηση — απαισιοδοξία — μοσχοπληρώνω |
|||