|
(-εως) η действие по слову ??? червиветь, становиться червивым #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκωληκίασις? — — φιογκάκι — αυταρχικότης — αστεφάνωτος — μέντιουμ — παστοκύδωνο — Αθιγγανίς — γιουργιάρω — σαλός — τελαλίζω — μονούβρα — κωλάντερο — αναλατιά — ετερογονία — ομόζυγος — βοστρυχώνω — κάνναβις — ισοζυγισμός — πνευματικότητα — ομματοϋάλια — λαγουτάρης — εμβρυολόγος |
|||