|
гальванический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гальванический? — γαλβανικός как с (ново)греческого переводится слово γαλβανικός? — гальванический — εχιδνοειδής — ιστορικής — αγκαθάκι — αναισθητικό — ἀναστάς — σχισμένος — μετάγγιση — προσηνής — άσβηστος — βολιάζω — γένωμα — μοντερνίζω — σιδηρόδρομος — κτηνοτροφή — ακαμάτεμα — ολύμπιος — μελάγχρους — φραγκορράφτης — διαγώνιος — τριανταφυλλί — ξεσχολίζω |
|||