|
ο священнослужитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово священнослужитель? — λευίτης как с (ново)греческого переводится слово λευίτης? — священнослужитель — επισκίαση — παραγκούλα — επανάψυξις — προστυχόφαστα — ναζί — αποσκυβαλίζω — θαλασσομαχητό — ιδία — φιλικός — σκυλοδρομία — ξηροφθαλμία — αξιωματούχος — αναφορέας — σησάμι — δανείζομαι — λήπτης — ζηλιαρόγατα — αλειμματοκήριον — φίλημα — παροδικός — ναυαγοσωστικός |
|||