|
португальский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово португальский? — πορτογαλλικός как с (ново)греческого переводится слово πορτογαλλικός? — португальский — αράχνειος — κοντέσσα — σινολογία — αμφιλογία — ανθολόγος — αόμματος — τρομαγμένος — απαραγνώριστος — αντίρροπος — ωραιοποίηση — αθρόνιαστος — άσαρκος — βαναδικός — μαγουλίκα — μαντικός — δαμινός — εισπράττω — αυτογονία — σπαυδαιοφανής — ανεμόβροχο — ζλάπι |
|||