|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μασκαριλίκι? — — σκούρος — μιναρές — μετριοπαθώς — αυτοεπιβάλλομαι — ψηλαφίζομαι — αργοκερήθρα — μορφή — ανοιγοσφαλώ — αναξιοπιστία — μαντό — στερεώνω — ορμονικός — ύπουλα — καταφώτιστος — ξεσυνηθίζω — επίφοβος — καμαρωμένος — πεζολογία — θάμβος — κρυπτογραφικά — ξυραφιά |
|||