|
το можжевельник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово можжевельник? — μαλόκεδρο как с (ново)греческого переводится слово μαλόκεδρο? — можжевельник — διπλοκαθίζω — ψυχαναλύτρια — αποσιωπώ — δραχμοσυντήρητος — βουτυροκομω — αναπτερογίζω — μεθοριακός — διαχωριστικός — ακουρασιά — καμπουριασμένος — ανακατάληψη — βροχόμετρο — βαμβακόψειρα — στεγνωτήρας — επωαστήρας — αρωματικότητα — σανιδώνω — ξεφτάω — στραβοπόδαρος — ετερόκερος — μωρουδίζω |
|||