|
ο младший лейтенант медицинской службы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово младший лейтенант медицинской службы? — ανθυπίατρος как с (ново)греческого переводится слово ανθυπίατρος? — младший лейтенант медицинской службы — καπνοπαραγωγή — βατσέλλο — ψαρωτικός — δουλευταρού — καλλιεργητικά — φωτοταχυμέτρηση — σιωνισμός — αρδευτός — μηκώνιο — εληά — αρχηγίς — δισκάφισμα — ισοπλατής — ξαναπαντρεύω — μπιζελιά — κρασοπότης — εικονογραφία — τμηματικώς — ανταγωνισμός — ξερραγιάρω — φκειάνομαι |
|||