|
ο каменный уголь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменный уголь? — γεάνθρακος как с (ново)греческого переводится слово γεάνθρακος? — каменный уголь — χριστιανισμός — αρθρίτιδα — ερμηνευτέος — καταλύσιμος — ραιγιόν — εισορμώ — αυτογέννητος — πατρωνάρισμα — μουσμουλιά — καταδύομαι — τυλιγαδιάζω — έριο — εδράζομαι — ψαριανός — αγκαθοτόπι — πυογένεια — αυριανός — λεχώνα — κύαθος — καταδρομείς — ενδυνάμωμα |
|||