|
η большинство; συντριπτική ~ — подавляющее большинство; απόλυτος (σχετική) ~ — абсолютное (относительное) большинство; στήν ~ τους — в большинстве своём #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большинство? — πλειοψηφία как с (ново)греческого переводится слово πλειοψηφία? — большинство — συνήθως — ατρούπωτος — αναισθητίαση — επτάστιχο — ξυλοφορτώνω — πανουκλιάζω — θρίξ — επισιτίζω — συζητάω — αλευράδικο — ξύνομαι — κουλούρα — κροκίδα — ερωτικός — αυτανάφλεξη — λεμβοδρομώ — ασφαλίτης — καφέα — φανάρι — οροθετικός — ακατάβλητο |
|||