|
слышавший своими ушами; μάρτυς αυτόπτης καί ~ — свидетель-очевидец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слышавший своими ушами? — αυτήκοος как с (ново)греческого переводится слово αυτήκοος? — слышавший своими ушами — αγριορόρι — γαιανθρακωρύχος — θρασομονώ — αναγκαιότητα — κυανωπός — εςαγκιστρώνω — περίοδος — αλληλοφαγία — αλησμονιά — προφητεύω — ελλειμματικός — κειμηλίαρχος — παραπαχαίνω — χαμηλόβαθμος — αδιερεύνητος — βαθουλωτός — κεμέρι — ακήρυκτος — φιλοπαίγμων — φλασκωτός — διαμείβω |
|||