|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λύμφη? — — ελληνιστί — ακεραμίδωτος — ἧσσον — παροχετεύω — δίψακας — αρνησίδοξος — χαστουκίζω — κάκωση — διεκχύνω — λούγκρα — κοντσίνα — πεδουκλώνω — υδροκύστωμα — λειαντικός — νομαρχείο — ολόϊσια — κιονόκρανο — επταμηνιαίος — χαλυβοποιώ — υψιπετής — βάσανο |
|||