|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμψυχώτρια? — — τάπα — κτένι — ανοιχτός — παρακράτηση — έρπων — επιβοήθημα — αβρά — εμβόλιο — εγγυημένος — εγκσρδίωση — αναδιπλώ — εξορία — εθνικισμός — κισσός — ψιττάκωση — χρειαζούμενος — κοιτάζω — ανώνυμος — μόλυβδος — μπουνιά — αδιασάλευτος |
|||