εμψυχώτρια

формы словаβ
εμψυχώτρια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εμψυχώτρια? —


τάπακτένιανοιχτόςπαρακράτησηέρπωνεπιβοήθημααβράεμβόλιοεγγυημένοςεγκσρδίωσηαναδιπλώεξορίαεθνικισμόςκισσόςψιττάκωσηχρειαζούμενοςκοιτάζωανώνυμοςμόλυβδοςμπουνιάαδιασάλευτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit