|
το карантин (пункт) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карантин? — λοιμοκαθαρτήριο как с (ново)греческого переводится слово λοιμοκαθαρτήριο? — карантин — υποδομή — κάμπος — βομβακιάζω — αφανίστρα — αεροεξπρές — βελτίωση — επομένη — εξωδερμίδα — γιομόζω — φιλοσκώμμων — φλοκάτη — έθος — χορτόπιττα — προσσελήνωση — ζουλόβατος — ανάσα — μουγκρός — ναρκώνω — σκάκκι — πλουσιοπάροχος — νυκτόσημον |
|||