Новогреческий словарь
λοιμοκαθαρτήριο
λοιμοκαθαρτήριο
το
карантин
(пункт)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карантин
? —
λοιμοκαθαρτήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοιμοκαθαρτήριο
? — карантин
#
(ново)греческий словарь
—
νέφτι
—
ακαριαίος
—
ρημάδα
—
προσάρτηση
—
ασβέστης
—
τρελλαμάρα
—
ανδροκρατία
—
χολόσκασμα
—
παθολογικός
—
τοίχος
—
όν
—
κρεατάκια
—
κτηνώδης
—
αστραχώνω
—
συνταρακτικά
—
κεντρόφυγος
—
βαμβακοκλώστρια
—
ριζόγαλο
—
γαγάτης
—
αμφιρρεπής
—
άκανθα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве