Новогреческий словарь
χρυσαλοιφώνω
χρυσαλοιφώνω
1)
золотить
;
2)
покрывать бронзой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
золотить
? —
χρυσαλοιφώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
покрывать бронзой
? —
χρυσαλοιφώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρυσαλοιφώνω
? — золотить, покрывать бронзой
#
(ново)греческий словарь
—
αδιαιρετότης
—
ανήσυχος
—
χρυσελεφάντινος
—
αναδιψία
—
άσφαλτος
—
κουκουλλάρικος
—
επικρατέστερος
—
θετικισμός
—
κτηνοστάσιον
—
αποξύω
—
νεροτσουλήθρα
—
βελούχι
—
γνωμολογικός
—
κολώνα
—
γαϊτανοφρυδάτος
—
ρετζέλι
—
συλλέκτης
—
ντροπιάρης
—
ξάσπρισμα
—
αγνωστικισμός
—
σπεκουλαδόρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,