|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ελλειμματικά? — — Αραβία — γομαλάκκα — αυτεπαινούμαι — πολεοδομούμαι — φιούμπα — ανενθουσίαστος — βυτιοποιός — διατέμνουσα — ασυρματιστής — γλιστριά — πρωτόπαπας — διαύγεια — λογοτέχνημα — βασεδώφειος — ψευτοφιλία — αποστειρωτήρας — επιγονατιδικός — γλαυκωματικός — γαλβάνιση — ρεμπεσκές — αγριαπιδιά |
|||