|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φτωχοποίηση? — — πύρεξη — ημερώνω — εμπάθεια — αρθρόποδα — διάσιμο — κατηφής — συνοριοφύλακας — βουρλισιά — αραχνοΰφαντος — ζητιάνεμα — αμπροστινός — λαγωνικό — ακταιωρία — ταβλίζω — μαραμένος — γεννάδας — πρωτόλειο — φαρμακοδυναμικός — πορτάκι — εύπεπτος — διασκέλισμα |
|||