|
(-ους и -εος) τό уксус #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уксус? — όξος как с (ново)греческого переводится слово όξος? — уксус — σκυθρωπασμένος — αγναντώ — προτείχιση — θεράπαινα — εκκολαπτήριο — ακινητότης — υποσημαίνω — τραυματίζω — απολλύομαι — πλατανόφυλλο — μεταξοΰφαντος — ξεγλίστρημα — Μογγόλα — χοροπήδημα — ηττοπάθεια — καρτερικός — μυροπώλις — κορύφωση — αχθοφορία — μονοτονικός — αλγώ |
|||