|
η мед. логопатия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово логопатия? — λογοπάθεια как с (ново)греческого переводится слово λογοπάθεια? — логопатия — διαγούμισμα — κλειδοκύμβαλλο — ντέ — διαστυλώνω — μπέρτα — βολικά — μικροέξοδο — δακτυλιώτης — αδιαφιλονίκητος — φαιδρυντικός — βάλσιμο — αθιγγανικός — κομπογιαννίτης — τόλμη — αργούτσικα — δοξομανία — αποδιάλεγμα — τσίμπος — καυχησιά — ρύαξ — ατρίγυρος |
|||