Новогреческий словарь
ξερότοπος
ξερότοπ|ος
ο
безводная, бесплодная местность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безводная
? —
ξερότοπος
как на
(ново)греческом
будет слово
бесплодная местность
? —
ξερότοπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξερότοπος
? — безводная, бесплодная местность
#
(ново)греческий словарь
—
τυμπανιστής
—
αμφιρρέπεια
—
χρεώγραφο
—
διαφόριση
—
ιχθυοθήρας
—
ταραχτικός
—
άσε
—
αναδοχή
—
μεγαληγορία
—
μελής
—
σπλαγχνολογία
—
λίσγος
—
κολοκυθοκεφτές
—
πρεζάρισμα
—
λουλουδιάζω
—
γίδι
—
ατνώς
—
φορούσι
—
επέκταση
—
αδιαφάνεια
—
προφύτευμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,