|
часто #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часто? — συχνάκις как с (ново)греческого переводится слово συχνάκις? — часто — πρόξενος — αδικιά — ξεθάπτω — υττέρβιο — αιγυπτιολογία — προστάτης — συχωριανός — προειδοποιούμαι — απασπάτευτος — λυπητερός — καπνεργοστάσιο — χιονενιάτη — γέρας — απόκοττος — σπρωξίδι — πυριτιδόκονις — καταπλέω — ξόβεργα — αναριάζω — μπαγιατοπάζαρο — πλοιοκτήτης |
|||