Новогреческий словарь
σφιγκτήρ
σφιγκτήρ
(-ήρος) ο анат.
сфинктер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сфинктер
? —
σφιγκτήρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφιγκτήρ
? — сфинктер
#
(ново)греческий словарь
—
χρησιμοποίηση
—
λαβωμός
—
αδειανός
—
παρακοιμούμαι
—
κοντύλια
—
τραγούδι
—
εξοικειώνομαι
—
αποκρισιάρης
—
ημιδιάμετρος
—
διαισθάνομαι
—
νοσηλευτική
—
κερδοφόρως
—
πάγουρας
—
γλιστερός
—
γκεβεζιλίκι
—
φέξιμο
—
σημαδεύω
—
Θεόφιλος
—
κοντούλης
—
μαβής
—
κίτρινο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве