|
охотящийся на оленя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охотящийся на оленя? — ελαφοκτόνος как с (ново)греческого переводится слово ελαφοκτόνος? — охотящийся на оленя — εκκενώνω — αντανάκλαση — ηλεκτρισμός — υδαρότητα — ανύπαρκτος — ανάγερτος — επίχαλκος — μορφίνη — αουτσάιντερ — εδραίος — κανάτι — παιδεία — εκτροχιάζομαι — δενδρώδης — εκατοντάβαθμος — αμφίκαρπος — μαυροφορώ — άηχος — ομορφονιά — γνήσιος — μηχανέλαιο |
|||