|
воен. рассыпной, рассыпанный (о строе, цепи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассыпной? — ακροβολισμένος как на (ново)греческом будет слово рассыпанный? — ακροβολισμένος как с (ново)греческого переводится слово ακροβολισμένος? — рассыпной, рассыпанный — ανεμουρίζομαι — ξινάρι — λάσπη — ανωριμότητα — σλαυόφωνος — εταστικός — παρωδώ — παραλληλόγραμμο — αβέβαιος — αλλοθεν — σασμός — απελπισμένος — συλληπτήριος — εκμάθηση — χαρουπιά — αερομετρία — θερμοπαραγωγός — αντίζηλη — κστεύθυνση — αρχιναύορχος — πρακτική |
|||