|
(αόρ. (ε)μακιγιάρισα ) гримировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гримировать? — μακιγιάρω как с (ново)греческого переводится слово μακιγιάρω? — гримировать — εξατμίζω — τραχανόσουπα — μοσχοβίτισσα — άγγιγμα — υπότιτλος — ατάραχος — εκπέταση — μαρμαρυγή — φελί — ζούρα — μαγνητιστής — καρνέ — αντιτορπιλλικό — ἱερακάρης — μέτριος — φυλλοβόλημα — πόλισμαν — μολεύω — παντέρημος — ανύσταγος — δυστυχισμένος |
|||