|
: ασταχοφόρα αυγή — занимающаяся заря #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασταχοφόρος? — — υδρονομή — αρκουδάς — διαύγασμα — αστράπτω — θηριοτροφείο — ξεϊδρώνω — ζυγηδόν — φωτοστέφανος — πρωτάρης — απομωραίνομαι — αναισθησιολόγος — ηπατικός — χορτολόγος — σουβλίζω — επίκαιρος — δυσμετάρλητος — καλοκοιτώ — αγγελοκάμωτος — λεμβούχος — αμυγδαλόσχημος — προστατευόμενος |
|||