Новогреческий словарь
ασταχοφόρος
ασταχοφόρ|ος
:
ασταχοφόρα αυγή — занимающаяся заря
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασταχοφόρος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ραχατλής
—
μαστόδοντας
—
απαρίθμηση
—
ακουτσομπόλευτος
—
ανταπόδοση
—
ωοπαραγωγός
—
τρικλοποδιάζω
—
δονούμαι
—
σταγονόμετρο
—
ζένω
—
τυποκρατία
—
ξεκούτιασμα
—
υπαρξίστρια
—
προσθαφαιρώ
—
επαγγελματικά
—
ιερατικός
—
υπώνυμο
—
κοντύλι
—
ηθελημένος
—
κεφαλοχώρι
—
επαναστατικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве