|
ο оценщик; тарификатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оценщик? — διατιμητής как на (ново)греческом будет слово тарификатор? — διατιμητής как с (ново)греческого переводится слово διατιμητής? — оценщик, тарификатор — αυτοβαφή — προβλεπτικότητα — πότης — αλείφω — συντελω — συδυό — οβελιστήριο — εμπροσθογεμής — πολεμιστής — γαλατάς — συμπατριώτης — ψαλίδισμα — τουρίστας — εφευρίσκομαι — κορυφώνομαι — αρμπακανέλλα — αγειτόνευτος — έμπληση — μπερμπαντάκος — καθυστέρηση — τραγανός |
|||