|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανωδομή? — — εδρικός — λόχμη — συμμέτρηση — μόνιππος — πασσαδούρος — μαγγάνισμα — ψυχομάντις — ιππική — καυτηριασμός — αποκεφαλίζω — πυκνοκατοικημένος — εργαλειός — στρατηγικός — βαλτότοπος — αρωματίζομαι — ισοζυγιάζω — λεπτο- — σταθερόν — κατατάζω — σκάμμα — πλησίασμα |
|||