|
το вой, завывание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вой? — γούρλιασμα как на (ново)греческом будет слово завывание? — γούρλιασμα как с (ново)греческого переводится слово γούρλιασμα? — вой, завывание — αποθεμελιώνω — καυλί — χρησμοδοτικός — μαλλιοβράσι — διακρατώ — ρουθήνιο — μεθερμηνευόμενος — διηγηματικά — λίξιάρης — μπανιστήρι — ντοκουμέντο — βουτιά — ένδυση — κακοπερνώ — μαγνητόμετρο — ξεντερίζω — μεταφερτός — αριθμώ — νεοκλασσικισμός — συγκρατώ — αθέμελος |
|||