|
гноиться (о глазах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гноиться? — τσιμπλιάζω как с (ново)греческого переводится слово τσιμπλιάζω? — гноиться — εικοσαετία — έμβιος — πηροδάκτυλος — τσαγιερό — αναβάνω — ευμάθεια — κληματίδα — οραματισμός — ελλιμένιση — μερίδα — ένθεσις — απόκερο — αλωπεκή — περίφραχτος — μισοούρανα — μονοπωλιστής — αναχοβολώ — καρπολόγος — ερματισμός — καβάλημα — μαμμά |
|||