|
засушливый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засушливый? — ανομβρος как с (ново)греческого переводится слово ανομβρος? — засушливый — μισθωτός — χρώσμα — καβαλλικευτά — λουλουδού — ηγούμενος — επικράτεια — χαρτομάντισσα — φούντος — χειρουργικά — αυτόσειστος — καλαθούνα — ανομοιομορφία — σαϊτοθήκη — φυλλομέτρημα — έδυν — μετανάστευση — αειμακάριστος — ανισομεγέθης — πανουκλιασμένος — τραμπούκα — ασύχναστος |
|||