|
τα : άϊ (или συρε) στά ~! — [phrase]пропади ты пропадом![/phrase]; έγινε ~ — [phrase]его словно ветром сдуло[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσακίδια? — — ογδοντάρης — σαρκώδης — αμολλάω — ασπλάγχνος — απαράλειπτος — επιπλάττω — κακωσύνη — ανακατάκτηση — υψίπυκνος — θυμώδης — γενναιοπρεπής — τσεπάκι — δακτυλογραφικός — αναθρεπτήρας — ομοφυλοφιλία — χαριτολογία — ελατός — δισημία — παγοκρύσταλλοι — λιοτριβείο — συμβολαιογραφικά |
|||