|
перезрелый (о плодах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перезрелый? — παραφτασμένος как с (ново)греческого переводится слово παραφτασμένος? — перезрелый — στραγαλατζής — εγκρουστήρ — διέταμον — αντειρηνυκός — ετερότοπος — τραπεζοκρατία — λόπια — μεταπούληση — ωρολογοθήκη — Ελασσόνα — πετρελαιόπισσα — επιδιορθωτικός — μονολιθικότητα — ελεοθεροστομώ — πούντσι — κιότεμα — φυγοδικία — λέγειν — νιάημερα — νεκροφύλακας — ημιανάταση |
|||