|
1) звёздный (о небе); 2) болеющий нераспознанной болезнью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово звёздный? — αστεριασμένος как на (ново)греческом будет слово болеющий нераспознанной болезнью? — αστεριασμένος как с (ново)греческого переводится слово αστεριασμένος? — звёздный, болеющий нераспознанной болезнью — βόνασος — ιατός — βαθυπράσινος — κακόδεχτος — μπελλαντόνα — αρχιεπιστολεύς — αντιπρόκληση — στρογγύλεμα — φλεβοκομβικός — Χιλιανή — οδήγημα — βαμβακώνας — βιδώνω — ανώμοτος — εγκαταλείπω — σπαραχτικός — αλέτρισμα — λάντσα — παίδευση — απρομήθευτος — ελευθεροκοινωνώ |
|||