Новогреческий словарь
κοσμώ
κοσμώ
прям., перен.
украшать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
украшать
? —
κοσμώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοσμώ
? — украшать
#
(ново)греческий словарь
—
φράξια
—
παραπαίρνομαι
—
αλετράς
—
σιγίλλιο
—
αρχιτεχνίτης
—
μηνιγγίτιδα
—
υπογραμμίζω
—
ρέστος
—
προβαίνω
—
βοϊδοκέφαλος
—
ισχυρότερος
—
φυλλοσκεπής
—
ραδιοηλεκτροτεχνία
—
κακοθανατιά
—
αναυτολόγητος
—
καμπυλογράφος
—
επαργίλλωση
—
μονοσέπαλος
—
αιμοδοσία
—
ερωτικότητα
—
γινατσιάρικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве