|
το шаль; платок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шаль? — σπαλέττο как на (ново)греческом будет слово платок? — σπαλέττο как с (ново)греческого переводится слово σπαλέττο? — шаль, платок — ξεμυστηρεύομαι — φουσκωτός — υπηρεσιακός — φασιστικός — βαθυμετρικός — δεκατετραετής — καταπλημμυρώ — γεωθερμικός — ατιμάρευτος — αστεϊσμός — πεισματάρης — διαλεκτός — ανακαίω — αποκληρώνω — φουντάρω — σουρωτός — πολυπράγμων — τσαγκάρικο — ἑσσόομαι — καπνιστής — ακροβάτισσα |
|||