|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κολποσκόπηση? — — κουκκιστός — πρόξενος — γλοιά — κούτρημα — μεταλλικός — ζέρδελο — πτερό — απόβαθα — κεδρόξυλο — χασικλήδικο — πολυσήμαντος — νεαρόν — ολιγωρώ — βαθύς — ξεκούρασμα — αποτύφλωση — αεροβατώ — αγοήτευτος — ισοζυγής — εκτασίμετρον — συμφιλιωτικός |
|||