|
1) завтракать; 2) обедать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завтракать? — προγεύομαι как на (ново)греческом будет слово обедать? — προγεύομαι как с (ново)греческого переводится слово προγεύομαι? — завтракать, обедать — μικρομύτης — ευεξία — νομαδικός — βαναδινικός — υπερτονωτικός — πιονέρικος — μπενετάδα — εξαιρώ — αναιμωτί — φειδωλεύομσι — ζαχαροφάγος — τραυματιοφορίνα — κοντόκορμος — άταχτος — βαμβακοσυλλεκτικός — στέλνω — αυτογνωμοσύνη — ναύλωμα — συμπληρωματικός — εκλαμπτήρ — πολτός |
|||