|
η окончательный (судебный) приговор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окончательный приговор? — τελεσιδικία как с (ново)греческого переводится слово τελεσιδικία? — окончательный приговор — αστούμπιστος — αδιάρπαστος — επιχορήγημα — αντεισαγωγή — αλαφρώνω — ντροπαλωσύνη — νετάρω — αναγκαιότητα — ξανάνιωμα — ανάφρυδος — περικύκλωση — ματαιοδοξώ — αφιλανθρωπία — τσιγαρλίκι — κουμπουριάζω — φάκελος — διευκόλυνση — αθρήνητος — πυραμίδα — αιτιότητα — εξυπηρετικότητα |
|||