|
το люк (на палубе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово люк? — κουβούσι как с (ново)греческого переводится слово κουβούσι? — люк — βαμβακοπαραγωγός — επίμεμπτος — ανεπίτρεπτος — ασυνηθησιά — ατάνυστος — στερεοποίηση — οσπριοφάγος — λακωνικότητα — πυτίνη — ντοσιέ — λαντώ — υστεροπτωσία — προκαθορίζω — μαιευτικός — πεζεβέγκισσα — επωασηκός — κλείω — δάγκαμα — αποκαταριά — σολαρία — τσάϊ |
|||