|
το хим. щёлочь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щёлочь? — αλκάλιο как с (ново)греческого переводится слово αλκάλιο? — щёлочь — σιγά- — εμμηνόρροια — αυτοκολασμός — γρίλλια — κυτταροβλάστη — ακαδημαϊκότης — αντισημίτης — βωλοκοπιά — παστρεύω — εβραϊσμός — γυροφέρνω — βαθόμετρο — κεντράδι — ραψωδία — κρεατής — τορνευτής — στραβοδίβολος — απρομελετησία — κολοκκίκι — απόμερος — ζωγραφιστός |
|||