|
η поездка, турне; гастроль; κάνω ~ — совершать поездку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поездка? — περιοδεία как на (ново)греческом будет слово турне? — περιοδεία как на (ново)греческом будет слово гастроль? — περιοδεία как с (ново)греческого переводится слово περιοδεία? — поездка, турне, гастроль — μπούχισμα — πολυφλύαρος — μιμικός — υπομηχανικός — σκουντουφλάω — μετασεισμικός — ευστάθεια — χολερόβλητος — ευθυωρία — κορυφάδα — καταβολιάζω — εμφαντικός — λιτός — όφκαιρος — ελικόπτερο — γηράσκω — παραποιημένος — δημεύσιμος — πεδουκλά — τσιπουροκατάνυξη — χρυσοκεντώ |
|||