|
η шелководство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шелководство? — βομβύκοτροφία как с (ново)греческого переводится слово βομβύκοτροφία? — шелководство — υβός — τεχνάζομαι — σκαπάνη — σκανταγιάρω — επικρεμάμενος — έγκλησις — αποκολλώ — ψιμυθιώνω — αυταπατώμαι — έκτο — ευμετάπειστος — γαϊτανώνω — μαντεμένος — εξαερωτήρας — τρυπάνι — επιμηκύνω — εκγλυπτικός — πιστόλι — αντίθαμα — δακρυαγωγός — γκρεμιστής |
|||