Новогреческий словарь
βομβύκοτροφία
βομβύκοτροφία
η
шелководство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шелководство
? —
βομβύκοτροφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
βομβύκοτροφία
? — шелководство
#
(ново)греческий словарь
—
ανθοστολίζω
—
φεμινισμός
—
μπακάλικος
—
αμάραντο
—
λικνίζω
—
κομμίωσις
—
καπνεργάτης
—
αρίθμηση
—
διαμαλάσσω
—
κυνολύκος
—
χειροσφαίριση
—
άτυχος
—
ταχινός
—
ρεμπέλεμα
—
μυδοπίλαφο
—
ημερήσιος
—
μεταλλισμός
—
αλάλητος
—
υπερεγώ
—
τειχομαχία
—
στραπάτσο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω