Новогреческий словарь
πατρότητα
πατρότητα
η 1)
отцовство
;
2)
авторство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отцовство
? —
πατρότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
авторство
? —
πατρότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πατρότητα
? — отцовство, авторство
#
(ново)греческий словарь
—
παραισθησία
—
αποσυνθέτω
—
ανάρμεχτος
—
γυμνασιόπαιδο
—
ομοιόθερμος
—
λεπτότητα
—
καννί
—
ανάβαθος
—
κόπανο
—
γελαστρια
—
καρικατουρίστας
—
οινοβιομηχανία
—
μεσόροφος
—
αυτανάπτυξη
—
φασκελιά
—
γοητευμένος
—
πυελοπλαστική
—
εριφος
—
ταξιδάκι
—
συμπαρασύρω
—
δενδροβάτις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве