|
η 1) отцовство; 2) авторство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отцовство? — πατρότητα как на (ново)греческом будет слово авторство? — πατρότητα как с (ново)греческого переводится слово πατρότητα? — отцовство, авторство — χελωνήσιος — αντεκδικούμαι — μεζεδάκι — μουχτερό — αστητος — φιλοπατρία — ακίς — ανακωχάζω — χλωριασμός — συνθετικός — ανάβλεψις — τουφεξής — υπέρλεπτος — καταπολεμούμαι — διαφοροποιώ — ρεύση — υμνωδώ — αποικίζω — παρέρχομαι — χειμαδιό — αραδίζομαι |
|||