|
ο погонщик ослов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погонщик ослов? — ονηλάτης как с (ново)греческого переводится слово ονηλάτης? — погонщик ослов — αποσκιερός — αποδασούμαι — δημοσιονομικός — αλεπτολόγητος — στεφάνωση — κακοθανατιά — συσχέτιση — φιλεύσπλαγχνος — στασιασμός — αεροζυγιάζομαι — πηροδακτυλία — αλπικός — ολοχρονίς — μουτσουνάρα — υπερπροστατευτικός — αγγελοκαμωμένος — κουκούνα — ένθεμα — ψαράκι — εξαϋλωτικός — γενειοφόρος |
|||