|
понаслышке; τόν έχω ~ — я его знаю понаслышке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово понаслышке? — αγροικιστά как с (ново)греческого переводится слово αγροικιστά? — понаслышке — προπονητικός — πολεμοπαθής — υποσέλιδο — ελλείπον — εκλεκτικιστικός — εμμηνοόπαυση — λεμονάδα — αρτάνη — αναγκάζω — ποικιλτικός — καϊκτσής — αστερήσιος — μαμμούνι — παραφωτίδος — κόσμιος — υποφορά — αποβιβαστικά — μαυροκέρασο — παραβάλλομαι — σαλάμι — μανικώνω |
|||