|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρμίρικα? — — έμ — αλφαβητικά — κατείδον — φουντούκι — άχ — εμβρυομεμβράνα — συντρόφευμα — μπατιρημένος — πάσα — εμβρυοφθόρος — ομόγραφος — φορατζής — ουραγός — αγνώριστος — προσαμμώνω — μαστίγιο — αργαλειό — χτυπητήρι — ασόϊαστος — ανεπίληπτα — μουλώνω |
|||