καρμίρικα

формы словаβ
καρμίρικα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καρμίρικα? —


έμαλφαβητικάκατείδονφουντούκιάχεμβρυομεμβράνασυντρόφευμαμπατιρημένοςπάσαεμβρυοφθόροςομόγραφοςφορατζήςουραγόςαγνώριστοςπροσαμμώνωμαστίγιοαργαλειόχτυπητήριασόϊαστοςανεπίληπταμουλώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit